-
1 реле
ο ηλεκτρονόμος, ο ρωστήρας, ο τηλεδιακόπτης, разг. το ρελέ (ξεν.)вызывное (тлф.) - κλίσης- γραμμήςнеполя-ризованное - ουδέτερος -, μη-πολωμένος -- έντασηςудерживающее (тлф.) - αναμονής- κράτησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реле
-
2 панель
1. (строительный элемент) το προκατασκευασμένο μέλος/στοιχείοсборная - стр. το προκατασκευασμένο τοίχωμα (του σκυροδέματος)2. (отделка нижней части стены) η μπορντούρα (του κάτω τμήματος του τοίχου) 3 (тротуар) το πεζοδρόμιο 4. эл. о πίνακας, το ταμπλώ (ξεν.) контрольная (тлф.) - ελέγχουламповая (рад.элн.) - των λυχνιών5. (авто) το πλαισιωμένο επίπεδο 6. (вентиляционная) οι περσίδες εξαερισμού (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > панель